- αναπήδηση
- ηανατίναγμα, ορμητική ανάβλυση: Η αναπήδηση του νερού της πηγής έφτανε το μέτρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναπήδηση — η (Α ἀναπήδησις) 1. πήδημα προς τα επάνω, εκτίναξη, πέταγμα 2. αιφνίδιο σκίρτημα (κυρίως από έκπληξη ή φόβο) νεοελλ. 1. (για υγρά) ξεπήδημα, ανάβλυση 2. μετατόπιση πράγματος μετά από έκρηξη … Dictionary of Greek
ἀναπηδήσῃ — ἀναπηδήσηι , ἀναπήδησις leaping up fem dat sg (epic) ἀναπηδάω leap up aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀναπηδάω leap up aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀναπηδάω leap up fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ναπηδήσῃ , ἀναπηδάω leap… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφαλση — η (Α έφαλσις) αναπήδηση πάνω σε κάτι, εφόρμηση νεοελλ. 1. (γυμναστ.) το πήδημα πάνω στο εφαλτήριο 2. (ιππευτ.) η αναπήδηση πάνω στο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλσις (< ἅλλομαι «πηδώ»] … Dictionary of Greek
κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… … Dictionary of Greek
ανάβλυση — η (Α ἀνάβλυσις) [ἀναβλύζω] (για υγρά) αναπήδηση, εξακόντιση, ανάβρυση … Dictionary of Greek
ανάπαλση — η (Α ἀνάπαλσις) [ἀναπάλλω] εκσφενδόνιση, εκτίναξη, αναπήδηση νεοελλ. (για θάλασσες, ποταμούς κ.λπ.) ανακύμανση, τρικυμία … Dictionary of Greek
ανακυβίστηση — η αναπήδηση από μία στάση εξαρτήσεως από δίζυγο, που φέρνει τον γυμναζόμενο σε όρθια στήριξη επάνω σ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κυβίστηση] … Dictionary of Greek
αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ … Dictionary of Greek
ανατίναγμα — το τίναγμα προς τα επάνω, αναπήδηση, ανασκίρτηση … Dictionary of Greek
διαπήδηση — η (Α διαπήδησις, εως) [διαπηδώ] αναπήδηση αρχ. κυκλοφορία τού αίματος μέσω τών ιστών … Dictionary of Greek